ἐνιαυτῶ

ἐνιαυτῶ
ἐνιαυτός
anniversary
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνιαυτῷ — ἐνιαυτός anniversary masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νιαυτῷ — ἐνιαυτῷ , ἐνιαυτός anniversary masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτῶι — ἐνιαυτῷ , ἐνιαυτός anniversary masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHARMACI — dicebantur olim οἱ τὰς πόλεις καθαίροντες, qui Urbes lustrabant. Eustathius ad Odyss. χ. Ο῞τι δε καὶ δἰ αἵματος ἦν κάθαρσις, αἱ ἱςτορίαι δηλοῦσιν, ὁποῖα καὶ ἡ τῶ φονἐων. οἳ αἵματι νιπτόμενει καθάρσιον ἕιχον αὐτὸ. λέγονται δὲ οἱ περὶ τὴν τοιαύτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδέκατος — και εντέκατος, η, ο (AM ενδέκατος, η, ον Μ και ἑντέκατος, η, ον) αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό ένδεκα («ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ενδεκάτη α) η ενδέκατη ώρα β) μουσ. ο ενδέκατος φθόγγος τής διατονικής κλίμακας 2.… …   Dictionary of Greek

  • μεσώ — μεσῶ, όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) [μέσος] νεοελλ. (μόνο σε φρ.) «μεσούντος τού μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδας» κ.λπ. κατά τα μέσα τού μήνα, τής εβδομάδας κ.λπ. μσν. γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.) μσν. αρχ. είμαι ή… …   Dictionary of Greek

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”